- μυράκανθος
- μῠρ-άκανθος [ᾰκ],A = ἠρύγγιον, Ps.-Dsc.3.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυράκανθος — μυράκανθος, ὁ (Α) το φυτό ηρύγγιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἄκανθος (πρβλ. μυράλειπτρον, μυράπιον] … Dictionary of Greek